- συνεπεισφέρω
- Α1. εισάγω κάτι επί πλέον2. μέσ. συνεπεισφέρομαιβοηθώ κάποιον να εισέλθει κάπου εχθρικά («εἵλοντο μαχόμενοι ἀποθανεῑν μᾱλλον, ἤ ζῶντες συνεπεισφέρεσθαι τὸν βάρβαρον τῇ Ἑλλάδι», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπεισφέρω «φέρνω επί πλέον»].
Dictionary of Greek. 2013.